ψήστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψήστης | οι | ψήστες |
γενική | του | ψήστη | των | ψηστών |
αιτιατική | τον | ψήστη | τους | ψήστες |
κλητική | ψήστη | ψήστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψήστης < ψήνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψήστης αρσενικό
- αυτός που ψήνει, που είναι υπεύθυνος για το ψήσιμο σε ψησταριά ή σε σούβλα
- επαγγελματίας με εμπειρία στο ψήσιμο σε ψησταριά
- το άτομο της παρέας που ψήνει ή που γυρνάει τη σούβλα σε ένα οικογενειακό ή φιλικό τσιμπούσι, μάζωξη κλπ