↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψήστης οι ψήστες
      γενική του ψήστη των ψηστών
    αιτιατική τον ψήστη τους ψήστες
     κλητική ψήστη ψήστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψήστης < ψήνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψήστης αρσενικό

  1. αυτός που ψήνει, που είναι υπεύθυνος για το ψήσιμο σε ψησταριά ή σε σούβλα
    • επαγγελματίας με εμπειρία στο ψήσιμο σε ψησταριά
    • το άτομο της παρέας που ψήνει ή που γυρνάει τη σούβλα σε ένα οικογενειακό ή φιλικό τσιμπούσι, μάζωξη κλπ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία