Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψέφος τὰ ψέφη - ψέφε
      γενική τοῦ ψέφους - ψέφεος τῶν ψεφῶν - ψεφέων
      δοτική τῷ ψέφει - ψέφεῐ̈ τοῖς ψέφεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ψέφος τὰ ψέφη - ψέφεα
     κλητική ! ψέφος ψέφη - ψέφεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψέφει - ψέφεε
γεν-δοτ τοῖν  ψεφοῖν - ψεφέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψέφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψέφος, -εος/-ους ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία