χύτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χύτρια | οι | χύτριες |
γενική | της | χύτριας | των | χυτριών |
αιτιατική | τη | χύτρια | τις | χύτριες |
κλητική | χύτρια | χύτριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχύτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του χύτης
- ※ Υπερασπιζόμενη το εργοστάσιό της από τους Γερμανούς, χάθηκε στη μάχη η εργάτρια, χύτρια ατσαλιού, η γενναία Ρωσίδα Όλγα Καβαλίοβα. (*, εφημερίδα Ριζοσπάστης, 2013.03.03. πρόσβαση:2019.06.23.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χύτρια