χρωμιοχάλυβας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρωμιοχάλυβας < χρώμιο + χάλυβας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρωμιοχάλυβας αρσενικό
- (μεταλλουργία) κράμα, χάλυβας με υψηλή περιεκτικότητα χρωμίου, που κάνει τον χάλυβα ανοξείδωτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρωμιοχάλυβας
|