Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωμιοχάλυβας οι χρωμιοχάλυβες
      γενική του χρωμιοχάλυβα των χρωμιοχαλύβων
    αιτιατική τον χρωμιοχάλυβα τους χρωμιοχάλυβες
     κλητική χρωμιοχάλυβα χρωμιοχάλυβες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρωμιοχάλυβας < χρώμιο + χάλυβας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρωμιοχάλυβας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία