Δείτε επίσης: χρωματοπωλείο, χρωματοπώλης
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρωματοπωλεῖον τὰ χρωματοπωλεῖα
      γενική τοῦ χρωματοπωλείου τῶν χρωματοπωλείων
      δοτική τῷ χρωματοπωλεί τοῖς χρωματοπωλείοις
    αιτιατική τὸ χρωματοπωλεῖον τὰ χρωματοπωλεῖα
     κλητική ! χρωματοπωλεῖον χρωματοπωλεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματοπωλεῖον (μαρτυρείται από το 1810)[1] < → και δείτε τη λέξη χρωματοπωλείο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωματοπωλεῖον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1125, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου