χρυσωρύχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρυσωρύχος < (ελληνιστική κοινή) χρυσωρύχος < χρυσός + ὀρύσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσωρύχος αρσενικό
- ο εργαζόμενος σε χρυσωρυχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσωρύχος
χρυσωρύχος αρσενικό