πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρυσωρυχεῖον τὰ χρυσωρυχεῖ
      γενική τοῦ χρυσωρυχείου τῶν χρυσωρυχείων
      δοτική τῷ χρυσωρυχεί τοῖς χρυσωρυχείοις
    αιτιατική τὸ χρυσωρυχεῖον τὰ χρυσωρυχεῖ
     κλητική ! χρυσωρυχεῖον χρυσωρυχεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρυσωρυχείω
γεν-δοτ τοῖν  χρυσωρυχείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσωρυχεῖον < αρχαία ελληνική χρυσ(ός) + ὀρύσσω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσωρυχεῖον ουδέτερο (χρῡσωρῠχεῖον)

Δείτε επίσης

επεξεργασία