χρυσαυγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσαυγή < χρυσός και αυγή ή ίσως από το (ελληνιστική κοινή) χρυσαυγής
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσαυγή θηλυκό
- το χάραμα, όταν αρχίζει ο ουρανός να παίρνει λαμπερό κίτρινο, χρυσαφένιο χρώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρυσαυγή
|