χρονοδιαστολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χρονοδιαστολή < χρόνος + διαστολή
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρονοδιαστολή θηλυκό (φυσική)
- χρονική διεύρυνση
- ≠ αντώνυμα: χρονοσυστολή
χρονοδιαστολή < χρόνος + διαστολή
χρονοδιαστολή θηλυκό (φυσική)