↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χρονάκια
      γενική
    αιτιατική τα χρονάκια
     κλητική χρονάκια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονάκια < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾoˈna.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νά‐κια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρονάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (χαϊδευτικό) αρκετά ή πολλά χρόνια (έτη)
    ⮡  θέλω δυο χρονάκια ακόμα για να τελειώσω το πανεπιστήμιο
    ⮡  Μην τον νομίζεις νεαρό. Τα έχει τα χρονάκια του.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • συνήθως στη φράση «τα έχω τα χρονάκια μου»

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χρόνος