χρηματιστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματιστήριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρηματιστήριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή , οικονομία)
- τόπος όπου γίνονται διαπραγματεύσεις
- χρηματιστηριακό γραφείο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χρηματίζω
Πηγές
επεξεργασία- χρηματιστήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρηματιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.