χουχουλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουχουλέος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xu.xuˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐χου‐λέ‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουχουλέος αρσενικό
- (επτανησιακό ιδίωμα) το κοχύλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χουχουλέος
→ δείτε τη λέξη κοχύλι |
Πηγές επεξεργασία
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.