Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χλανίσκιον τὰ χλανίσκι
      γενική τοῦ χλανισκίου τῶν χλανισκίων
      δοτική τῷ χλανισκί τοῖς χλανισκίοις
    αιτιατική τὸ χλανίσκιον τὰ χλανίσκι
     κλητική ! χλανίσκιον χλανίσκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλανισκίω
γεν-δοτ τοῖν  χλανισκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλανίσκιον < χλανίς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλανίσκιον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία