χλανίσκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χλανίσκιον | τὰ | χλανίσκιᾰ |
γενική | τοῦ | χλανισκίου | τῶν | χλανισκίων |
δοτική | τῷ | χλανισκίῳ | τοῖς | χλανισκίοις |
αιτιατική | τὸ | χλανίσκιον | τὰ | χλανίσκιᾰ |
κλητική ὦ! | χλανίσκιον | χλανίσκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χλανισκίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χλανισκίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλανίσκιον < χλανίς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλανίσκιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του χλανίς
- ※ ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα, ἐσυκοφάντει· «Μεγαρέων τὰ χλανίσκια.» (Αριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, 58-519)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χλανίσκιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χλανίσκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.