χιτλερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιτλερισμός < (ανθρωπωνύμιο) Χίτλερ + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιτλερισμός αρσενικό
- (πολιτική): η πολιτική ιδεολογία και πρακτική του Χίτλερ
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιτλερισμός
|