↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιπισμός οι χιπισμοί
      γενική του χιπισμού των χιπισμών
    αιτιατική τον χιπισμό τους χιπισμούς
     κλητική χιπισμέ χιπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιπισμός < αγγλική hippism < hippie < hipster < hip

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιπισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χιπισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • χιπισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)