χιπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χιπισμός | οι | χιπισμοί |
γενική | του | χιπισμού | των | χιπισμών |
αιτιατική | τον | χιπισμό | τους | χιπισμούς |
κλητική | χιπισμέ | χιπισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιπισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιπισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιπισμός
|