Δείτε επίσης: Χινόπωρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χινόπωρος οι χινόπωροι
      γενική του χινόπωρου
χινοπώρου
των χινόπωρων
χινοπώρων
    αιτιατική τον χινόπωρο τους χινόπωρους
χινοπώρους
     κλητική χινόπωρε χινόπωροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χινόπωρος αρσενικό

  • (ιδιωματικό, δημώδες) μορφή του χινόπωρο, στο αρσενικό γένος
    ※  Χτυπάει τα παραθύρια μας του χινοπώρου η μέρα, / καθώς πετιέται σαν τη φλόγ’ απ’ του Υμηττού την κόψη, / μετωρισμένη στα φτερά γαλατερής ομίχλης! (Κώστας Βάρναλης, ποίημα «Χινόπωρος», διαθέσιμο στον ιστότοπο: greek-language.gr· πρόσβαση: 2020-12-05)
    ※  χειμώνας κι ο χινόπωρος, μαζί τρώνε και πίν’ε / καλέσαν και την άνοιξη κι αυτή δε μπιγιρντάει (δημώδες ρουμελιώτικο άσμα «Χειμώνας κι ο χινόπωρος», διαθέσιμο στον ιστότοπο της Δόμνας Σαμίου· πρόσβαση: 2020-12-05)

Συγγενικά

επεξεργασία