χιβάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιβάδα | οι | χιβάδες |
γενική | της | χιβάδας | των | χιβάδων |
αιτιατική | τη | χιβάδα | τις | χιβάδες |
κλητική | χιβάδα | χιβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιβάδα θηλυκό