χηβάς
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χηβάς | αἱ | χηβάδες | ||||
γενική | τῆς | χηβάδος | τῶν | χηβάδων | ||||
δοτική | τῇ | χηβάδι | ταῖς | χηβάσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | χηβάδα | τὰς | χηβάδας | ||||
κλητική ὦ! | χηβάς | χηβάδες | ||||||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χηβάς < μεσαιωνική ελληνική χημάδα / χημάς < αρχαία ελληνική χήμη / χάσμη < χαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχηβάς αρσενικό
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του ἀχηβάδα & χηβάδα