Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χελιδονοφωλιά οι χελιδονοφωλιές
      γενική της χελιδονοφωλιάς των χελιδονοφωλιών
    αιτιατική τη χελιδονοφωλιά τις χελιδονοφωλιές
     κλητική χελιδονοφωλιά χελιδονοφωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χελιδονοφωλιά < χελιδόνι και φωλιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χελιδονοφωλιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία