χαχαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαχαλιά | οι | χαχαλιές |
γενική | της | χαχαλιάς | των | χαχαλιών |
αιτιατική | τη | χαχαλιά | τις | χαχαλιές |
κλητική | χαχαλιά | χαχαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαχαλιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαχαλιά θηλυκό