Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαφιεδισμός οι χαφιεδισμοί
      γενική του χαφιεδισμού των χαφιεδισμών
    αιτιατική τον χαφιεδισμό τους χαφιεδισμούς
     κλητική χαφιεδισμέ χαφιεδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαφιεδισμός < χαφιεδίζω ή από το θέμα του πληθυντικού της λέξης χαφιές (χαφιέδες) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαφιεδισμός αρσενικό

  1. αυτό που κάνει ο χαφιές, η ενέργεια του χαφιεδίζω, η σκόπιμη εκμαίευση μυστικών και πληροφοριών προκειμένου να εκθέσω κάποιον στην εξουσία που τον καταδιώκει
    Οι αυταρχικές κυβερνήσεις επιδιώκουν οι πολίτες να θεωρούν τον χαφιεδισμό ως συνεργασία με τις αρχές

  Μεταφράσεις επεξεργασία