χαφιεδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαφιεδισμός αρσενικό
- αυτό που κάνει ο χαφιές, η ενέργεια του χαφιεδίζω, η σκόπιμη εκμαίευση μυστικών και πληροφοριών προκειμένου να εκθέσω κάποιον στην εξουσία που τον καταδιώκει
- ↪ Οι αυταρχικές κυβερνήσεις επιδιώκουν οι πολίτες να θεωρούν τον χαφιεδισμό ως συνεργασία με τις αρχές
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαφιεδισμός
|