χαρτοτεχνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
η χαρτοτεχνία (el) θηλυκό, ενικός
οι χαρτοτεχνίες (el) πληθυντικός
(μόνο στον ενικό όταν αφορά την τεχνική και όχι συγκεκριμένο αντικείμενο)
- οποιαδήποτε δημιουργία με χαρτί
- χαρτομικρογραφία