χαρτοκλέφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρτοκλέφτης < χαρτοκλέπτης < χαρτοκλέπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοκλέφτης αρσενικό
- ο χαρτοπαίκτης που επιδίδεται συστηματικά στην κλοπή των συμπαικτών του, που τους εξαπατά για να κερδίσει