Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοδέτης οι χαρτοδέτες
      γενική του χαρτοδέτη των χαρτοδετών
    αιτιατική τον χαρτοδέτη τους χαρτοδέτες
     κλητική χαρτοδέτη χαρτοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοδέτης < χαρτο- + -δέτης + αρχαία ελληνική -δέτης δετός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοδέτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)