χαρτοδέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτοδέτης < χαρτο- + -δέτης + αρχαία ελληνική -δέτης δετός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτοδέτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με τη χαρτοδεσία, που δένει βιβλία, ο βιβλιοδέτης που ασχολείται περισσότερο με το δέσιμο με χαρτί
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτοδέτης
|
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)