Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμοθεός οι χαμοθεοί
      γενική του χαμοθεού των χαμοθεών
    αιτιατική τον χαμοθεό τους χαμοθεούς
     κλητική χαμοθεέ χαμοθεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμοθεός < χάμω + Θεός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμοθεός αρσενικό

  • ο επίγειος προστάτης ενός ανθρώπου, κάποιος ισχυρός άντρας που προστατεύει ενα άτομο

  Μεταφράσεις επεξεργασία