↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμαιλειός οι χαμαιλειοί
      γενική του χαμαιλειού των χαμαιλειών
    αιτιατική τον χαμαιλειό τους χαμαιλειούς
     κλητική χαμαιλειέ χαμαιλειοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαιλειός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.meˈʎos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μαι‐λειός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαιλειός αρσενικό

Τον ξεχωρίζω απ' τη φωνή, σε γνώριμον βαβύζει.
— Αλείψαταν με χαμαιλειό τον τσάρκο;
— Και τα γρέκια.

Κώστας Κρυστάλλης, Ο Γέννος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία