Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμάδα οι χαμάδες
      γενική της χαμάδας των χαμάδων
    αιτιατική τη χαμάδα τις χαμάδες
     κλητική χαμάδα χαμάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμάδα < χάμω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμάδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία