χαλυβδόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλυβδόφυλλο | τα | χαλυβδόφυλλα |
γενική | του | χαλυβδόφυλλου & χαλυβδοφύλλου |
των | χαλυβδόφυλλων & χαλυβδοφύλλων |
αιτιατική | το | χαλυβδόφυλλο | τα | χαλυβδόφυλλα |
κλητική | χαλυβδόφυλλο | χαλυβδόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαλυβδόφυλλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλυβδόφυλλο ουδέτερο
- (τεχνολογία) έλασμα από χάλυβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλυβδόφυλλο
|