Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλβαδόριζα οι χαλβαδόριζες
      γενική της χαλβαδόριζας
    αιτιατική τη χαλβαδόριζα τις χαλβαδόριζες
     κλητική χαλβαδόριζα χαλβαδόριζες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Saponaria officinalis, Σαπωνάρια η φαρμακευτική.

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλβαδόριζα < χαλβάς χαλβαδ- + -ό- + ρίζα λόγω της χρήσης κατά την παρασκευή του σησαμένιου χαλβά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλβαδόριζα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία