χαλβαδόριζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλβαδόριζα < χαλβάς χαλβαδ- + -ό- + ρίζα λόγω της χρήσης κατά την παρασκευή του σησαμένιου χαλβά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλβαδόριζα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, φυτό, ζαχαροπλαστική) κοινή ονομασία για το φυτό (ή τη ρίζα του) Saponaria officinalis (Σαπωνάρια η φαρμακευτική ή απλά σαπωνάρια, γνωστό και ως σαπουνόχορτο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλβαδόριζα
|
Πηγές
επεξεργασία- «Saponaria officinalis», στον ιστότοπο Φαρμακευτικά Φυτά της Ηπείρου (mediplantepirus.med.uoi.gr) του Εργαστηρίου Φαρμακολογίας του Τμήματος Ιατρικής της Σχολή Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων· πρόσβαση: 2021-06-17.
- Μελίσσα Στοΐλη, «Ο χαλβάς του παραδείσου», Το Βήμα (οnline έκδοση), 26 Απριλίου 2011· πρόσβαση: 2021-06-17.