Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπουνόριζα οι σαπουνόριζες
      γενική της σαπουνόριζας των σαπουνόριζων
    αιτιατική τη σαπουνόριζα τις σαπουνόριζες
     κλητική σαπουνόριζα σαπουνόριζες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπουνόριζα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπουνόριζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία