χαλαζόκοκκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.laˈzo.ko.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λα‐ζό‐κοκ‐κος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλαζόκοκκος αρσενικό
- (μετεωρολογία) καθένας από τους κόκκους του χαλαζιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλαζόκοκκος
|