χαβέττα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαβέττα | οι | χαβέττες |
γενική | της | χαβέττας | των | χαβεττών |
αιτιατική | τη | χαβέττα | τις | χαβέττες |
κλητική | χαβέττα | χαβέττες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαβέττα θηλυκό