Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χέρσωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χέρσωμα
τα
χερσώμα
τ
α
γενική
του
χερσώμα
τ
ος
των
χερσωμά
τ
ων
αιτιατική
το
χέρσωμα
τα
χερσώμα
τ
α
κλητική
χέρσωμα
χερσώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χέρσωμα
<
χερσώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χέρσωμα
ουδέτερο
(πιο δόκιμο στον ενικό)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χερσώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χέρσωμα