Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χέρσωμα τα χερσώματα
      γενική του χερσώματος των χερσωμάτων
    αιτιατική το χέρσωμα τα χερσώματα
     κλητική χέρσωμα χερσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χέρσωμα < χερσώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χέρσωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χερσώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία