Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φώρασῐς αἱ φωράσεις
      γενική τῆς φωράσεως τῶν φωράσεων
      δοτική τῇ φωράσει ταῖς φωράσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φώρασῐν τὰς φωράσεις
     κλητική ! φώρασῐ φωράσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωράσει
γεν-δοτ τοῖν  φωρασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φώρασις (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φώρασις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → και δείτε τη λέξη φώρ

  Πηγές επεξεργασία