φωτοκατάλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοκατάλυση | οι | φωτοκαταλύσεις |
γενική | της | φωτοκατάλυσης* | των | φωτοκαταλύσεων |
αιτιατική | τη | φωτοκατάλυση | τις | φωτοκαταλύσεις |
κλητική | φωτοκατάλυση | φωτοκαταλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοκαταλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φωτοκατάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photocatalysis < αρχαία ελληνική φῶς + κατάλυσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φωτοκατάλυση θηλυκό
- (χημεία) η επιτάχυνση ή η ενεργοποίηση μιας χημικής αντίδρασης μέσω της απορρόφησης φωτός, όπου τα φωτόνια δρουν ως καταλύτης ή ενεργοποιούν έναν καταλυτικό παράγοντα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Photocatalysis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φωτοκατάλυση