φωτοκατάλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοκατάλυση | οι | φωτοκαταλύσεις |
γενική | της | φωτοκατάλυσης* | των | φωτοκαταλύσεων |
αιτιατική | τη | φωτοκατάλυση | τις | φωτοκαταλύσεις |
κλητική | φωτοκατάλυση | φωτοκαταλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοκαταλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωτοκατάλυση θηλυκό
- κατάλυση φωτοαντίδρασης, επιτάχυνσή της με την παρουσία καταλύτη, με εφαρμογή στην αντιρρύπανση
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοκατάλυση
|