Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωνόμιμος οι φωνόμιμοι
      γενική του φωνόμιμου των φωνόμιμων
    αιτιατική τον φωνόμιμο τους φωνόμιμους
     κλητική φωνόμιμε φωνόμιμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνόμιμος < φωνή + μίμος

  Επίθετο επεξεργασία

φωνόμιμος

  1. μίμος φωνής άλλων ή διαφόρων ήχων (π.χ. πολυβόλου, τρένου, κ.λπ.)
    φωνόμιμος παπαγάλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία