φωνενδοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνενδοσκόπιο < φωνή + ενδοσκόπιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωνενδοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδικό όργανο ενδοσκόπιο με το οποίο επιχειρείται εξέταση των φωνητικών οργάνων
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνενδοσκόπιο
|