Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτοϋγεία οι φυτοϋγείες
      γενική της φυτοϋγείας
    αιτιατική τη φυτοϋγεία τις φυτοϋγείες
     κλητική φυτοϋγεία φυτοϋγείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοϋγεία < φυτο- + υγεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.to.iˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐το‐ϋ‐γεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτοϋγεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία