φυλλουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλλουριά | οι | φυλλουριές |
γενική | της | φυλλουριάς | των | φυλλουριών |
αιτιατική | τη | φυλλουριά | τις | φυλλουριές |
κλητική | φυλλουριά | φυλλουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυλλουριά θηλυκό
- το φύλλωμα