φυλλομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλλομέτρηση | οι | φυλλομετρήσεις |
γενική | της | φυλλομέτρησης* | των | φυλλομετρήσεων |
αιτιατική | τη | φυλλομέτρηση | τις | φυλλομετρήσεις |
κλητική | φυλλομέτρηση | φυλλομετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυλλομετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυλλομέτρηση < φυλλομετρώ + (η)ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλλομέτρηση θηλυκό
- η ενέργεια του φυλλομετρώ, το γύρισμα των σελίδων ενός βιβλίου, περιοδικού ή εφημερίδας χωρίς να είναι απαραίτητη η ανάγνωση και μελέτη του κειμένου.
- μεταφορικά, η περιήγηση ισοτόπων στο διαδίκτυο ή η αναζήτηση μέσα σε μια συλλογή βιβλιοθήκης ή ενός καταλόγου ή κάποιου από τα εργαλεία έρευνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυλλομέτρηση
|