↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλλομέτρηση οι φυλλομετρήσεις
      γενική της φυλλομέτρησης* των φυλλομετρήσεων
    αιτιατική τη φυλλομέτρηση τις φυλλομετρήσεις
     κλητική φυλλομέτρηση φυλλομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυλλομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλλομέτρηση < φυλλομετρώ + (η)ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυλλομέτρηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του φυλλομετρώ, το γύρισμα των σελίδων ενός βιβλίου, περιοδικού ή εφημερίδας χωρίς να είναι απαραίτητη η ανάγνωση και μελέτη του κειμένου.
  2. μεταφορικά, η περιήγηση ισοτόπων στο διαδίκτυο ή η αναζήτηση μέσα σε μια συλλογή βιβλιοθήκης ή ενός καταλόγου ή κάποιου από τα εργαλεία έρευνας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία