φυγοκέντρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυγοκέντρωση | οι | φυγοκεντρώσεις |
γενική | της | φυγοκέντρωσης* | των | φυγοκεντρώσεων |
αιτιατική | τη | φυγοκέντρωση | τις | φυγοκεντρώσεις |
κλητική | φυγοκέντρωση | φυγοκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυγοκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυγοκέντρωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυγοκέντρωση θηλυκό