φτωχοκόριτσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφτωχοκόριτσο ουδέτερο
- το κορίτσι που δεν έχει τα μέσα να συντηρηθεί
- γειτονιές γεμάτες φτωχοκόριτσα, στα παραθύρια με την ελπίδα του καλού γαμπρού που δε λέει να φανεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτωχοκόριτσο
|