Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρουτεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φρουτεμπόρι
ο
τα
φρουτεμπόρι
α
γενική
του
φρουτεμπορί
ου
&
φρουτεμπόρι
ου
των
φρουτεμπορί
ων
αιτιατική
το
φρουτεμπόρι
ο
τα
φρουτεμπόρι
α
κλητική
φρουτεμπόρι
ο
φρουτεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρουτεμπόριο
<
φρούτ(ο)
+
-εμπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρουτεμπόριο
ουδέτερο
(
οικονομία
) γενικά το εμπόριο φρούτων και λαχανικών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρουτεμπόριο