φροντίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φροντίστρια < φροντιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφροντίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του φροντιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φροντιστής
φροντίστρια
|