Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φροντίστρια οι φροντίστριες
      γενική της φροντίστριας των φροντιστριών
    αιτιατική τη φροντίστρια τις φροντίστριες
     κλητική φροντίστρια φροντίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φροντίστρια < φροντιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φροντίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φροντιστής