Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρονηματίας < φρόνημα < φρονέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρονηματίας και φρονιματίης, γενική: τοῦ φρονηματίου, πληθ. οἱ φρονηματίαι

  1. εκείνος που έχει υψηλό φρόνημα, ακμαίο ηθικό, αυτοπεποίθηση, σθένος, που είναι βέβαιος για τον εαυτό του
    • νομίζων ἐκ τῶν ἱπποτρόφων πόλεων εὐθὺς καὶ φρονηματίας μάλιστα ἂν ἐπὶ τῇ ἱππικῇ γενέσθαι. : βέβαιος ότι από τις πόλεις με ιπποτροφεία (με πολλά άλογα) θα παρουσιάζονταν άνδρες περήφανοι για την επιδεξιότητά τους στην ιππική (για τα προσόντα τους ως ιππείς) (Ξενοφ. Αγησίλαος 1,24)
  2. ο αλαζών ή αλαζόνας, εκείνος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
    οὕτω δ᾽ ἦν φρονηματίας ὥστ᾽ ἐρομένου τινὸς "τίνι συστήσω τὸν υἱόν;" εἰπεῖν, "ἐμοί.." : 'ηταν τόσο υπερόπτης που αν κάποιος ρωτούσε σε ποιον να εμπιστευθώ τον γιο μου, έλεγε "σε εμένα.. (Χρύσιππος, 5, 183)

Συγγενικά επεξεργασία