φρονηματίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὁ φρονηματίας και φρονιματίης, γενική: τοῦ φρονηματίου, πληθ. οἱ φρονηματίαι
- εκείνος που έχει υψηλό φρόνημα, ακμαίο ηθικό, αυτοπεποίθηση, σθένος, που είναι βέβαιος για τον εαυτό του
- νομίζων ἐκ τῶν ἱπποτρόφων πόλεων εὐθὺς καὶ φρονηματίας μάλιστα ἂν ἐπὶ τῇ ἱππικῇ γενέσθαι. : βέβαιος ότι από τις πόλεις με ιπποτροφεία (με πολλά άλογα) θα παρουσιάζονταν άνδρες περήφανοι για την επιδεξιότητά τους στην ιππική (για τα προσόντα τους ως ιππείς) (Ξενοφ. Αγησίλαος 1,24)
- ο αλαζών ή αλαζόνας, εκείνος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
- οὕτω δ᾽ ἦν φρονηματίας ὥστ᾽ ἐρομένου τινὸς "τίνι συστήσω τὸν υἱόν;" εἰπεῖν, "ἐμοί.." : 'ηταν τόσο υπερόπτης που αν κάποιος ρωτούσε σε ποιον να εμπιστευθώ τον γιο μου, έλεγε "σε εμένα.. (Χρύσιππος, 5, 183)
Συγγενικά
επεξεργασία- φρονέω
- φρονῶ στην αρχαιαοελληνική και καθαρεύουσα και φρονώ στη νεοελληνική
- φρόνησις στην αρχαιαοελληνική, στην καθαρεύουσα και φρόνηση στη νεοελληνική
- φροντίς στην αρχαιαοελληνική, στην καθαρεύουσα και φροντίδα στη νεοελληνική
- φρόνιμος στην αρχαιαοελληνική, στην καθαρεύουσα και στη νεοελληνική
- φροντιστήριον στην καθαρεύουσα και στην αρχαιαοελληνική και φροντιστήριο στη νεοελληνική