Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φριτέζα οι φριτέζες
      γενική της φριτέζας
    αιτιατική τη φριτέζα τις φριτέζες
     κλητική φριτέζα φριτέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φριτέζα < γαλλική friteuse

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φριτέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία