φριτούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φριτούρα | οι | φριτούρες |
γενική | της | φριτούρας | — | |
αιτιατική | τη | φριτούρα | τις | φριτούρες |
κλητική | φριτούρα | φριτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φριτούρα θηλυκό
- τηγάνισμα σε καυτό λάδι, ή λίπος
- μείγμα λαδιού και λίπους για τηγάνισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φριτούρα
|