Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φριτούρα οι φριτούρες
      γενική της φριτούρας
    αιτιατική τη φριτούρα τις φριτούρες
     κλητική φριτούρα φριτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φριτούρα < ιταλική frittura

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φριτούρα θηλυκό

  1. τηγάνισμα σε καυτό λάδι, ή λίπος
  2. μείγμα λαδιού και λίπους για τηγάνισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία