φραουλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραουλίτσα | οι | φραουλίτσες |
γενική | της | φραουλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | φραουλίτσα | τις | φραουλίτσες |
κλητική | φραουλίτσα | φραουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φραουλίτσα < φράουλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφραουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του: φράουλα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φράουλα
φραουλίτσα
|