φουτμπολίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουτμπολίστας < φουτμπόλ
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουτμπολίστας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουτμπολίστας
→ δείτε τη λέξη ποδοσφαιριστής |
φουτμπολίστας αρσενικό
→ δείτε τη λέξη ποδοσφαιριστής |