Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
φούτμπολ, το αμερικανικό ποδόσφαιρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουτμπόλ < (αθλητισμός) (άμεσο δάνειο) αγγλική football

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουτμπόλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (παρωχημένο, αθλητισμός) το ποδόσφαιρο
  2. (αθλητισμός) συνήθως παροξύτονο: φούτμπολ, το λεγόμενο και «αμερικανικό ποδόσφαιρο» (ενίοτε αναφερόμενο ως ράγκμπι, με την ευρύτερη έννοια)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία